-
1 без
без χωρίς, δίχως· \без исключения χωρίς εξαίρεση· \без сомнения χωρίς αμφιβολία· \без пяти минут шесть είναι έξι παρά πέντε* * *χωρίς, δίχωςбез исключе́ния — χωρίς εξαίρεση
без сомне́ния — χωρίς αμφιβο λία
без пяти́ мину́т шесть — είναι έξι παρά πέντε
-
2 задержка
задержка ж η καθυστέ ρηση без \задержкаи δίχως καθυ στέρηση* * *жη καθυστέρησηбез заде́ржки — δίχως καθυστέρηση
-
3 зачёт
зачёт м (в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση ( δίχως βαθμολόγηση) сдать \зачёты δίνω εξετάσεις* * *м( в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση (δίχως βαθμολόγηση) -
4 непременно
-
5 сомнение
сомнение с η αμφιβολία; без \сомнениея δίχως αμφιβολία; нет никакого \сомнениея... δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία...* * *сη αμφιβολίαбез сомне́ния — δίχως αμφιβολία
нет никако́го сомне́ния... — δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία...
-
6 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε. -
7 обязательно
обязательнонареч ἐξάπαντος, ὁπωσδήποτε, δίχως ἄλλο:я \обязательно приду́ δίχως ἄλλο θά ἔλθω. -
8 аппарат
1. (прибор, приспособление, техническое устройство) η συσκευή, το μηχάνημα, ο μηχανισμόςотделочный - τε-λειώματος/φινιρίσματοςперегонный хим. απόσταξης2. (система органов человека, животного или растения, выполняющих какую-л. определённую функцию организма) το σύστημα 3. (учреждение или система учреждений) η μηχανή, ο μηχανισμόςгосударственный - κρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппарат
-
9 безразмерный
αδιάστατος, δίχως διαστάσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безразмерный
-
10 бесшовный
χωρίς/δίχως ραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесшовный
-
11 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
12 внеочерёдность
(напр. обслуживания) η προτεραιότητα, άνευ σειράς, χωρίς/δίχως σειρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внеочерёдность
-
13 вокализ
муз. η φωνητική άσκηση χωρίς/δίχως λόγια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вокализ
-
14 вразнобой
ασυντόνιστα, χωρίς/δίχως συντονισμό, άτακτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вразнобой
-
15 горелка
1. (устройство для сжигания топлива) о καυστήραςводоохлаждаемая - με ψύξη μέσω ύδατος/νερούкороткопламенная - βρα-χείας/μικρής φλόγαςкороткофакельная - см. короткопламенная -2. (устрой-ство для сварки, резки и т.п.) о αυλός (της συγκόλλησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горелка
-
16 заподлицо
η ευθυγράμμιση χωρίς/δίχως προεξοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заподлицо
-
17 здание
το κτήριο, η οικοδομή· административное - διοικητικό -высотное - υψηλό -, πολυώροφο -- из сборных элементов - από προκατασκευασμένα στοιχεία, λυόμενο -каркасное - με δο-κούς/πλαίσιο/κολόνεςмногоэтажное - см. высотное -наземное - горн. επίγειο -панельное - см. из сборных элементов промышленное - βιομηχανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > здание
-
18 канализация
1. (сточных вод) το δίκτυο των υπονόμων (της αποχέτευσης) 2. (кабельная) η καλωδίωσηбестраншейная - χωρίς/δίχως αύλακεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канализация
-
19 обмен
1. (мена) η συναλλαγή, η ανταλλαγήбартерный - ο αντιπραγματισμός, η ανταλλαγή εμπορευμάτων δίχως μεσολάβηση χρημάτωνη ανταλλαγή σε είδος, το μπάρτερ (ξεν.)2. (веществ) физиол. см. метаболизм 3. (воздуха в помещении) η (εν)αλλαγή/κυκλοφορία του αέρα 4. вчт. η ανταλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обмен
-
20 откатка
1. горн. η μεταφορά (βαγονιών) εντός των στοώνбезрельсовая - χω-ρίς/δίχως ράγες- με άμαξα2. (меховая) η τελική κατεργασία σε τύμπανα με πριονίδια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > откатка
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διχώς — διχῶς επίρρ. (Α) με δύο τρόπους, διττώς … Dictionary of Greek
δίχως — (Μ δίχως) 1. (προθ. με αιτ. ή γεν.) χωρίς 2. φρ. «το δίχως άλλο» οπωσδήποτε, εξάπαντος 3. (επίρρ. με το να ή το με) «έφυγε δίχως να μού πει λέξη», «με δίχως να τό ξέρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίχως προήλθε από συμφυρμό των αρχ. λ. διχώς και δίχα] … Dictionary of Greek
δίχως — πρόθ., χωρίς: Άνθρωπος δίχως οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχῶς — διχόω pres ind act 2nd sg (doric) διχῶς doubly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχως — διχόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αμαχητί — επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) [ἀμάχητος] δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας νεοελλ. δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek